- ποτάμ'
- ποταμέ , ποταμόςrivermasc voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Πρωτηΐς — ἡ, Α νησί όπου κατοικούσε ο Πρωτεύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < Πρωτεύς + κατάλ. ηΐς (πρβλ. ποταμ ηΐς)] … Dictionary of Greek
Σολυμήϊος — ον, Α σχετικός με τα Ιεροσόλυμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σόλυμα, ιουδαϊκή πόλη που ορισμένοι την ταυτίζουν με τα Ιεροσόλυμα + κατάλ. ήϊος (πρβλ. ποταμ ήϊος)] … Dictionary of Greek
ζεφυρήιος — ζεφυρήϊος, ον (Α) ο ζεφύριος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζέφυρος + κατάλ. ήιος, (πρβλ. ποταμ ήιος, χαλκ ήιος)] … Dictionary of Greek
κασωρίτης — κασωρίτης, ό, θηλ. κασωρίτις (Α) πόρνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κασωρίς + κατάλ. ίτης (πρβλ. ποταμ ίτης, στεφαν ίτης)] … Dictionary of Greek
κρηνήιος — κρηνήϊος, ον (Α) κρηναίος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρήνη + κατάλ. ήϊος (πρβλ. ποταμ ήιος, ποιμν ήιος)] … Dictionary of Greek
κρύφιος — α, ο (AM κρύφιος, ον, θηλ. και κρυφία) 1. αυτός που δεν εκδηλώνεται ή δεν γίνεται φανερός σε άλλους, κρυφός, μυστικός, άδηλος, αφανέρωτος (α. «κρύφια ελπίδα» β. «αἱμυλίους τε λόγους κρύφιους τ ὀαρισμούς», Ησίοδ.) 2. απόρρητος, απόκρυφος μσν. αρχ … Dictionary of Greek
κυαμιαίος — κυαμιαῑος, αία, ον (Α) αυτός που έχει μέγεθος κυάμου, όσος ένα κουκί («ἐς ταύτην ἐμβάλλονται κλῆροι μικροί, ὅσον δὴ κυαμιαῑοι τὸ μέγεθος», Λουκιαν.) [ΕΤΥΜΟΛ. < κύαμος + κατάλ. ιαῖος (πρβλ. ποταμ ιαῖος, στιγμ ιαῖος)] … Dictionary of Greek
λυγαρήσιος — α, ο κατασκευασμένος από κλάδους ή άνθη λυγαριάς, λύγινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λυγαριά + κατάλ. ήσιος (πρβλ. βουν ήσιος, ποταμ ήσιος)] … Dictionary of Greek
νεμήιος — νεμήϊος, ὁ (Α) προσωνυμία τού Διός. [ΕΤΥΜΟΛ. < Νεμέα* + κατάλ. ήϊος (πρβλ. μνημ ήιος, ποταμ ήιος)] … Dictionary of Greek
νηλήιος — νηλήϊος, ΐα, ον θηλ. και νηληΐς (Α) αυτός που ανήκει στον Νηλέα, τον πατέρα τού Νέστορος («Νηλήϊος υἱός», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Νηλεύς + κατάλ. ήϊος (πρβλ. ανθρωπ ήιος, ποταμ ήιος)] … Dictionary of Greek